- μηχάνωμα
- μηχάνωμα, ατος, τό,A = μηχάνημα, Thphr.Ign.59, Sm.Le.8.7:—[dialect] Dor. [full] μᾱχάνωμα, crane, SIG241 A12 (pl.), al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηχάνωμα — και δωρ. τ. μαχάνωμα, τὸ (Α) 1. μηχάνημα 2. γερανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. ωμα (πρβλ. κεφάλ ωμα), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μηχανόω] … Dictionary of Greek
μηχανωμάτων — μηχάνωμα crane neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανώματα — μηχάνωμα crane neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανώματος — μηχάνωμα crane neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
μόρφωμα — το (ΑΜ μόρφωμα) 1. μορφή, εικόνα, σχήμα νεοελλ. 1. δημιούργημα, σχηματισμός 2. βιολ. φαινότυπος που εμφανίζεται σε ένα είδος ως αντίδραση σε ασυνήθιστο ή τεχνητό περιβάλλον μσν. απεικόνιση μορφής, κυρίως αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώνω ή < μορφή… … Dictionary of Greek